- παντεπίσκοπος
- παντεπίσκοποςall-surveyingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παντεπίσκοπος — ον, ΜΑ αυτός που επιβλέπει, που εποπτεύει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ἐπίσκοπος «αυτός που επιτηρεί, φύλακας»] … Dictionary of Greek
παντεπίσκοπον — παντεπίσκοπος all surveying masc/fem acc sg παντεπίσκοπος all surveying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… … Dictionary of Greek
ԱՄԷՆԱՅՑԵԼՈՒ — ( ) NBH 1 0069 Chronological Sequence: Unknown date, 5c Տ. ԱՄԵՆԱԴԷՏ. παντεπίσκοπος omnia lustrans *Հոգին Սուրբ՝ ամենազօր ամէնայցելու. Առ որս. ՟Զ: յորմէ եւ Լծ. կոչ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)